γλυκόζωος

γλυκόζωος
-η, -ο
1. (για πρόσωπα) αυτός που ζει χαρούμενα
2. (για τον χρόνο) αυτός που περνά ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκός + -ζωος < ζωή (πρβλ. αλίζωος, αρτίζωος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”